- συνδιέξειμι
- ΜΑεξηγώ, ερμηνεύω κάτι μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διέξειμι «διαβαίνω, εξετάζω, ερμηνεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδιεξιοῦσαν — συνδιέξειμι go through together with pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιεξιούσης — συνδιέξειμι go through together with pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιεξῄει — συνδιέξειμι go through together with imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιεξέρχομαι — Α [διεξέρχομαι] συνδιέξειμι* … Dictionary of Greek